καταδεχτικότητα

καταδεχτικότητα
η простота, отсутствие гордости; дружелюбие; приветливость

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "καταδεχτικότητα" в других словарях:

  • καταδεχτικότητα — καταδεχτικότητα, η και καταδεκτικότητα, η το να καταδέχεται κανείς τους άλλους: Δείξε λίγη καταδεχτικότητα και όλοι θα σε αγαπήσουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταδεχτικότητα — η βλ. καταδεκτίκότητα …   Dictionary of Greek

  • αβροφροσύνη — η [αβρόφρων] η λεπτότητα στους τρόπους, η ευγένεια συμπεριφοράς, η προσήνεια, η καταδεχτικότητα …   Dictionary of Greek

  • καταδεκτικότητα — και καταδεχτικότητα, η η ύπαρξη μετριοφροσύνης και ανεκτικότητας στον χαρακτήρα, η ευγενική συμπεριφορά ακόμη και σε κατώτερους ή πιο αδύνατους. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταδεκτικός. Η λ., στον λόγιο τύπο καταδεκτικότης, μαρτυρείται από το 1889 στην… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»